- ὑπάγομαι
- ὑπάγωleadpres ind mp 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υπάγομαι — υπάγομαι, (υπάχθηκα) βλ. πίν. 136 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
εκτολογέομαι — ἑκτολογέομαι (AM) υπάγομαι στον φόρο τού ενός έκτου τού προϊόντος … Dictionary of Greek
εννοώ — (AM ἐννοῶ, έω) [νοώ] 1. έχω ή συλλαμβάνω κάτι στον νου, διαλογίζομαι, διανοούμαι, σκέπτομαι 2. καταλαβαίνω, κατανοώ, αντιλαμβάνομαι πλήρως, σαφώς κάτι (α. «δεν εννοώ τη θεωρία τής σχετικότητας» β. «οὐ γὰρ ἐννοῶ», Σοφ.) 3. (για λέξεις ή φράσεις)… … Dictionary of Greek
εξαρτώ — (AM ἐξαρτῶ, άω) 1. αναρτώ, κρεμώ κάτι από κάπου («τοὺς μὲν θυρεούς... ἐκ τῶν ὤμων ἐξηρτηκότες», Πολ.) 2. ακολουθώ τη βούληση ή τις διαθέσεις άλλου 3. παθ. υπάγομαι στην εξουσία, στην επίδραση άλλων (α. «σοῡ γὰρ ἐξηρτήμεθα», Ευρ. β. «εξαρτάται από … Dictionary of Greek
καθυπάγω — (AM) παθ. καθυπάγομαι υπάγομαι στην εξουσία κάποιου, υποτάσσομαι («τὴν βασιλεύουσαν πόλιν τυραννικῆ δουλείᾳ... καθυπηγμένην», Ευσ.) μσν. 1. καταστρέφω εντελώς 2. παθ. ανήκω σε κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)* + ὑπ άγω] … Dictionary of Greek
κοινολεκτώ — (AM κοινολεκτῶ, έω) [κοινόλεκτος] 1. μιλώ ή γράφω στην κοινή γλώσσα, στην καθομιλουμένη 2. μέσ. κοινολεκτούμαι, έομαι (για λέξη) είμαι εύχρηστη στην καθομιλούμενη γλώσσα, υπάγομαι στην κοινή γλώσσα … Dictionary of Greek
μεγαλοσχημονώ — μεγαλοσχημονῶ, έω (Μ) [μεγαλοσχήμων] υπάγομαι στην ανώτερη μοναχική βαθμίδα … Dictionary of Greek
μετέχω — (ΑΜ μετέχω, Α και μετίσχω και αιολ. τ. πεδέχω) έχω μερίδιο σε κάτι, είμαι μέτοχος, έχω κάτι από κοινού με άλλον ή άλλους, συμμετέχω (α. «ἶσον τῶν ἀγαθῶν τῶν τε κακῶν μετέχειν», Ηρόδ. β. «ξὺν σοὶ μετεῑχον τῶν ἴσων», Σοφ.) | νεοελλ. έχω μέσα μου,… … Dictionary of Greek
πίπτω — ΝΜΑ και αιολ. τ. πίσσω Α ρίχνω τον εαυτό μου κάτω, πέφτω (α. «αὐτὸν πρηνέα δὸς πεσέειν», Ομ. Ιλ. β. «βάρβαροι γυναῑκες, οὕτως ἐκπεπληγμέναι φόβῳ πρὸς πέδῳ πεπτώκατ », Ευρ). νεοελλ. (η μτχ. αρσ. πληθ. αόρ. ως ουσ.) οι πεσόντες οι νεκροί σε πεδία… … Dictionary of Greek
παρυπάγομαι — Μ [υπάγομαι] κάμπτομαι, λυγίζω … Dictionary of Greek